τονώνω

τονώνω
τονώνω, τόνωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τονώνω — τονῶ, όω, ΝΑ [τόνος (Ι)] 1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τόν τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.) 2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως… …   Dictionary of Greek

  • τονώνω — τόνωσα, τονώθηκα, τονωμένος 1. δίνω σε κάτι δύναμη, ζωή, το δυναμώνω: Αυτό το ποτό με τόνωσε. 2. βάζω τόνο σε συλλαβή, τονίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωογονώ — (AM ζωογονῶ, έω) [ζωογόνος] 1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση») 2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά νεοελλ. αποκτώ ζωή αρχ. 1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ»,… …   Dictionary of Greek

  • πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… …   Dictionary of Greek

  • αναζωογονώ — ( έω) 1. ενεργ. δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, ψυχικές και σωματικές, τονώνω, ξαναζωντανεύω 2. ανακτώ τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις, τονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογόνος. ΠΑΡ. αναζωογόνηση, αναζωογονητικός] …   Dictionary of Greek

  • αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναζωώ — ἀναζωῶ ( όω) (ΑΜ) επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, τονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωῶ. ΠΑΡ. μσν. ἀναζώωσις] …   Dictionary of Greek

  • αναθερμαίνω — (Α ἀναθερμαίνω) θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω νεοελλ. αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + θερμαίνω. ΠΑΡ. αναθέρμανση ( ις)] …   Dictionary of Greek

  • αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] …   Dictionary of Greek

  • αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”